συνουσιαστικός

συνουσιαστικός
-ή, -ό / συνουσιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συνουσιαστής]
αφροδισιακός
αρχ.
1. κοινωνικός
2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.)
3. λάγνος, ασελγής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνουσιαστικός — sociable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικά — συνουσιαστικός sociable neut nom/voc/acc pl συνουσιαστικά̱ , συνουσιαστικός sociable fem nom/voc/acc dual συνουσιαστικά̱ , συνουσιαστικός sociable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνουσιαστικός — συνουσιαστικός , συνουσιαστικός sociable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικῶν — συνουσιαστικός sociable fem gen pl συνουσιαστικός sociable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικόν — συνουσιαστικός sociable masc acc sg συνουσιαστικός sociable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικώτατα — συνουσιαστικός sociable adverbial superl συνουσιαστικός sociable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικοῖς — συνουσιαστικός sociable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικοί — συνουσιαστικός sociable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικοῦ — συνουσιαστικός sociable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστική — συνουσιαστικός sociable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”